- ἐπίκωπος
- ἐπίκωποςat the oarmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκωπος — ο (Α ἐπίκωπος, ον) [κώπη] ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη αρχ. 1. κωπηλάτης 2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά 3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή 4. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek
'πίκωπος — ἐπίκωπος , ἐπίκωπος at the oar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκωπον — ἐπίκωπος at the oar masc/fem acc sg ἐπίκωπος at the oar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικώποις — ἐπίκωπος at the oar masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικώπου — ἐπίκωπος at the oar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικώπους — ἐπίκωπος at the oar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικώπων — ἐπίκωπος at the oar masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκωπα — ἐπίκωπος at the oar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκωποι — ἐπίκωπος at the oar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)